Inherited from Byzantine Greek . By surface analysis , καθρέφτης ( kathréftis ) + -ίζω ( -ízo ) .[ 1]
IPA (key ) : /ka.θɾeˈfti.zo/
Hyphenation: κα‧θρε‧φτί‧ζω
καθρεφτίζω • (kathreftízo ) (past καθρέφτισα , passive καθρεφτίζομαι , p‑past καθρεφτίστηκα , ppp καθρεφτισμένος )
to mirror , to reflect ( show the image of on its surface by sending light back )
( figuratively ) to mirror , to reflect ( be an expression or manifestation of )
καθρεφτίζω καθρεφτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καθρεφτίζω
καθρεφτίσω
καθρεφτίζομαι
καθρεφτιστώ
2 sg
καθρεφτίζεις
καθρεφτίσεις
καθρεφτίζεσαι
καθρεφτιστείς
3 sg
καθρεφτίζει
καθρεφτίσει
καθρεφτίζεται
καθρεφτιστεί
1 pl
καθρεφτίζουμε , [‑ομε ]
καθρεφτίσουμε , [‑ομε ]
καθρεφτιζόμαστε
καθρεφτιστούμε
2 pl
καθρεφτίζετε
καθρεφτίσετε
καθρεφτίζεστε , καθρεφτιζόσαστε
καθρεφτιστείτε
3 pl
καθρεφτίζουν (ε )
καθρεφτίσουν (ε )
καθρεφτίζονται
καθρεφτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καθρέφτιζα
καθρέφτισα
καθρεφτιζόμουν (α )
καθρεφτίστηκα
2 sg
καθρέφτιζες
καθρέφτισες
καθρεφτιζόσουν (α )
καθρεφτίστηκες
3 sg
καθρέφτιζε
καθρέφτισε
καθρεφτιζόταν (ε )
καθρεφτίστηκε
1 pl
καθρεφτίζαμε
καθρεφτίσαμε
καθρεφτιζόμασταν , (‑όμαστε )
καθρεφτιστήκαμε
2 pl
καθρεφτίζατε
καθρεφτίσατε
καθρεφτιζόσασταν , (‑όσαστε )
καθρεφτιστήκατε
3 pl
καθρέφτιζαν , καθρεφτίζαν (ε )
καθρέφτισαν , καθρεφτίσαν (ε )
καθρεφτίζονταν , (καθρεφτιζόντουσαν )
καθρεφτίστηκαν , καθρεφτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καθρεφτίζω ➤
θα καθρεφτίσω ➤
θα καθρεφτίζομαι ➤
θα καθρεφτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καθρεφτίζεις , …
θα καθρεφτίσεις , …
θα καθρεφτίζεσαι , …
θα καθρεφτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καθρεφτίσει έχω, έχεις, … καθρεφτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καθρεφτιστεί είμαι , είσαι , … καθρεφτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καθρεφτίσει είχα, είχες, … καθρεφτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καθρεφτιστεί ήμουν , ήσουν , … καθρεφτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καθρεφτίσει θα έχω, θα έχεις, … καθρεφτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καθρεφτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … καθρεφτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καθρέφτιζε
καθρέφτισε
—
καθρεφτίσου
2 pl
καθρεφτίζετε
καθρεφτίστε
καθρεφτίζεστε
καθρεφτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καθρεφτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καθρεφτίσει ➤
καθρεφτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καθρεφτίσει
καθρεφτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.