From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /an.da.naˈklo/
Hyphenation: α‧ντα‧να‧κλώ
αντανακλώ • (antanakló ) (past αντανάκλασα , passive αντανακλώμαι , p‑past αντανακλάστηκα )
to reflect , provoke reflection ( heat, light, sound, etc )
( figuratively ) to reflect
Tο βιβλίο αντανακλά τις αντιλήψεις του συγγραφέα. To vivlío antanaklá tis antilípseis tou syngraféa. The book reflects the views of the writer.
αντανακλώ, αντανακλώμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αντανακλώ
αντανακλάσω
αντανακλώμαι
αντανακλαστώ , αντανακλασθώ
2 sg
αντανακλάς
αντανακλάσεις
αντανακλάσαι
αντανακλαστείς , αντανακλασθείς
3 sg
αντανακλά
αντανακλάσει
αντανακλάται
αντανακλαστεί , αντανακλασθεί
1 pl
αντανακλούμε
αντανακλάσουμε , [-ομε ]
αντανακλόμαστε , {‑ώμεθα }
αντανακλαστούμε , αντανακλασθούμε
2 pl
αντανακλάτε
αντανακλάσετε
αντανακλάστε , {‑άσθε }
αντανακλαστείτε , αντανακλασθείτε
3 pl
αντανακλούν (ε )
αντανακλάσουν (ε )
αντανακλώνται
αντανακλαστούν (ε ), αντανακλασθούν [ε ]
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αντανακλούσα
αντανάκλασα
—
αντανακλάστηκα , αντανακλάσθηκα
2 sg
αντανακλούσες
αντανάκλασες
—
αντανακλάστηκες , αντανακλάσθηκες
3 sg
αντανακλούσε
αντανάκλασε
{αντανακλάτο }
αντανακλάστηκε , αντανακλάσθηκε
1 pl
αντανακλούσαμε
αντανακλάσαμε
—
αντανακλαστήκαμε , αντανακλασθήκαμε
2 pl
αντανακλούσατε
αντανακλάσατε
—
αντανακλαστήκατε , αντανακλασθήκατε
3 pl
αντανακλούσαν (ε )
αντανάκλασαν , αντανακλάσαν (ε )
{αντανακλώντο }
αντανακλάστηκαν , αντανακλαστήκαν (ε ), αντανακλάσθηκαν
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αντανακλώ ➤
θα αντανακλάσω ➤
θα αντανακλώμαι ➤
θα αντανακλαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αντανακλάς , …
θα αντανακλάσεις , …
θα αντανακλάσαι , …
θα αντανακλαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αντανακλάσει
έχω, έχεις, … αντανακλαστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αντανακλάσει
είχα, είχες, … αντανακλαστεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αντανακλάσει
θα έχω, θα έχεις, … αντανακλαστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αντανάκλασε
—
αντανακλάσου
2 pl
αντανακλάτε
αντανακλάστε
(αντανακλάστε ), {αντανακλάσθε }
αντανακλαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αντανακλώντας ➤
αντανακλώμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αντανακλάσει ➤
[αντανακλασμένος , -η, -ο] ➤
Nonfinite form➤
αντανακλάσει
αντανακλαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.