Jump to content

αντανακλαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντανακλαστικός (antanaklastikósm (feminine αντανακλαστική, neuter αντανακλαστικό)

  1. reflective, reflecting (of light etc)

Declension

[edit]
Declension of αντανακλαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντανακλαστικός (antanaklastikós) αντανακλαστική (antanaklastikí) αντανακλαστικό (antanaklastikó) αντανακλαστικοί (antanaklastikoí) αντανακλαστικές (antanaklastikés) αντανακλαστικά (antanaklastiká)
genitive αντανακλαστικού (antanaklastikoú) αντανακλαστικής (antanaklastikís) αντανακλαστικού (antanaklastikoú) αντανακλαστικών (antanaklastikón) αντανακλαστικών (antanaklastikón) αντανακλαστικών (antanaklastikón)
accusative αντανακλαστικό (antanaklastikó) αντανακλαστική (antanaklastikí) αντανακλαστικό (antanaklastikó) αντανακλαστικούς (antanaklastikoús) αντανακλαστικές (antanaklastikés) αντανακλαστικά (antanaklastiká)
vocative αντανακλαστικέ (antanaklastiké) αντανακλαστική (antanaklastikí) αντανακλαστικό (antanaklastikó) αντανακλαστικοί (antanaklastikoí) αντανακλαστικές (antanaklastikés) αντανακλαστικά (antanaklastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντανακλαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντανακλαστικός, etc.)

[edit]