Jump to content

καθησυχαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the καθησυχασ- stem of καθησυχάζω (kathisycházo) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.θi.si.xa.stiˈkos/
  • Hyphenation: κα‧θη‧συ‧χα‧στι‧κός

Adjective

[edit]

καθησυχαστικός (kathisychastikósm (feminine καθησυχαστική, neuter καθησυχαστικό)

  1. reassuring

Declension

[edit]
Declension of καθησυχαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καθησυχαστικός (kathisychastikós) καθησυχαστική (kathisychastikí) καθησυχαστικό (kathisychastikó) καθησυχαστικοί (kathisychastikoí) καθησυχαστικές (kathisychastikés) καθησυχαστικά (kathisychastiká)
genitive καθησυχαστικού (kathisychastikoú) καθησυχαστικής (kathisychastikís) καθησυχαστικού (kathisychastikoú) καθησυχαστικών (kathisychastikón) καθησυχαστικών (kathisychastikón) καθησυχαστικών (kathisychastikón)
accusative καθησυχαστικό (kathisychastikó) καθησυχαστική (kathisychastikí) καθησυχαστικό (kathisychastikó) καθησυχαστικούς (kathisychastikoús) καθησυχαστικές (kathisychastikés) καθησυχαστικά (kathisychastiká)
vocative καθησυχαστικέ (kathisychastiké) καθησυχαστική (kathisychastikí) καθησυχαστικό (kathisychastikó) καθησυχαστικοί (kathisychastikoí) καθησυχαστικές (kathisychastikés) καθησυχαστικά (kathisychastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθησυχαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθησυχαστικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ καθησυχαστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language