Jump to content

ιστιοσανίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ιστίο (istío) +‎ σανίδα (sanída), a calque of English sailboard.

Noun

[edit]

ιστιοσανίδα (istiosanídaf (plural ιστιοσανίδες)

  1. windsurfing board, sailboard, sailing board

Declension

[edit]
singular plural
nominative ιστιοσανίδα (istiosanída) ιστιοσανίδες (istiosanídes)
genitive ιστιοσανίδας (istiosanídas) ιστιοσανίδων (istiosanídon)
accusative ιστιοσανίδα (istiosanída) ιστιοσανίδες (istiosanídes)
vocative ιστιοσανίδα (istiosanída) ιστιοσανίδες (istiosanídes)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]