Jump to content

ισοταχύς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ισο- (iso-, equal) +‎ ταχύς (tachýs, fast)

Adjective

[edit]

ισοταχύς (isotachýsm (feminine ισοταχεία, neuter ισοταχύ)

  1. (rare) having equal speed
    Synonym: ισοταχής (isotachís)

Declension

[edit]
Declension of ισοταχύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισοταχύς (isotachýs) ισοταχεία (isotacheía) ισοταχύ (isotachý) ισοταχείς (isotacheís) ισοταχείες (isotacheíes) ισοταχέα (isotachéa)
genitive ισοταχέος (isotachéos)
ισοταχύ (isotachý)
ισοταχείας (isotacheías) ισοταχύ (isotachý)
ισοταχέος (isotachéos)
ισοταχέων (isotachéon) ισοταχειών (isotacheión) ισοταχέων (isotachéon)
accusative ισοταχύ (isotachý) ισοταχεία (isotacheía) ισοταχύ (isotachý) ισοταχείς (isotacheís) ισοταχείες (isotacheíes) ισοταχέα (isotachéa)
vocative ισοταχύ (isotachý) ισοταχεία (isotacheía) ισοταχύ (isotachý) ισοταχείς (isotacheís) ισοταχείες (isotacheíes) ισοταχέα (isotachéa)