Jump to content

ιδιωτικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ιδιωτικ(ός) (idiotik(ós), private) +‎ -ότητα (-ótita).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ði.o.tiˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: ι‧δι‧ω‧τι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

ιδιωτικότητα (idiotikótitaf (plural ιδιωτικότητες)

  1. privacy

Declension

[edit]
Declension of ιδιωτικότητα
singular plural
nominative ιδιωτικότητα (idiotikótita) ιδιωτικότητες (idiotikótites)
genitive ιδιωτικότητας (idiotikótitas) ιδιωτικοτήτων (idiotikotíton)
accusative ιδιωτικότητα (idiotikótita) ιδιωτικότητες (idiotikótites)
vocative ιδιωτικότητα (idiotikótita) ιδιωτικότητες (idiotikótites)
[edit]

Further reading

[edit]