ιδιωτικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ιδιωτικ(ός) (idiotik(ós), “private”) + -ότητα (-ótita).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιδιωτικότητα • (idiotikótita) f (plural ιδιωτικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωτικότητα (idiotikótita) | ιδιωτικότητες (idiotikótites) |
genitive | ιδιωτικότητας (idiotikótitas) | ιδιωτικοτήτων (idiotikotíton) |
accusative | ιδιωτικότητα (idiotikótita) | ιδιωτικότητες (idiotikótites) |
vocative | ιδιωτικότητα (idiotikótita) | ιδιωτικότητες (idiotikótites) |
Related terms
[edit]- ιδιωτικοποίηση f (idiotikopoíisi)
- ιδιωτικοποιώ (idiotikopoió)
- ιδιωτικός (idiotikós)
Further reading
[edit]- ιδιωτικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el