Jump to content

ιδιοτελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ιδιοτελής (idiotelísm (feminine ιδιοτελής, neuter ιδιοτελές)

  1. selfish, self-seeking

Declension

[edit]
Declension of ιδιοτελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιοτελής (idiotelís) ιδιοτελής (idiotelís) ιδιοτελές (idiotelés) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελή (idiotelí)
genitive ιδιοτελούς (idioteloús)
ιδιοτελή (idiotelí)
ιδιοτελούς (idioteloús) ιδιοτελούς (idioteloús) ιδιοτελών (idiotelón) ιδιοτελών (idiotelón) ιδιοτελών (idiotelón)
accusative ιδιοτελή (idiotelí) ιδιοτελή (idiotelí) ιδιοτελές (idiotelés) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελή (idiotelí)
vocative ιδιοτελή (idiotelí)
ιδιοτελής (idiotelís)
ιδιοτελής (idiotelís) ιδιοτελές (idiotelés) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελείς (idioteleís) ιδιοτελή (idiotelí)
[edit]