ιδιοτέλεια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ιδιοτέλεια • (idiotéleia) f (plural ιδιοτέλειες)
- selfishness, self-interest
- Antonym: ανιδιοτέλεια (anidiotéleia)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιοτέλεια (idiotéleia) | ιδιοτέλειες (idiotéleies) |
genitive | ιδιοτέλειας (idiotéleias) | ιδιοτελειών (idioteleión) |
accusative | ιδιοτέλεια (idiotéleia) | ιδιοτέλειες (idiotéleies) |
vocative | ιδιοτέλεια (idiotéleia) | ιδιοτέλειες (idiotéleies) |
Related terms
[edit]- ιδιοτελής (idiotelís, “selfish”, adjective)