θερμοπίδακας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From θερμός (thermós, “hot”) + πίδακας (pídakas, “fountain”).
Noun
[edit]θερμοπίδακας • (thermopídakas) m (plural θερμοπίδακες)
Declension
[edit]Declension of θερμοπίδακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θερμοπίδακας • | θερμοπίδακες • |
genitive | θερμοπίδακα • | θερμοπιδάκων • |
accusative | θερμοπίδακα • | θερμοπίδακες • |
vocative | θερμοπίδακα • | θερμοπίδακες • |