Jump to content

θεοφοβούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From θεός (theós, god) +‎ φοβούμαι (fovoúmai, to be afraid).

Adjective

[edit]

θεοφοβούμενος (theofovoúmenosm (feminine θεοφοβούμενη, neuter θεοφοβούμενο)

  1. pious, God-fearing

Declension

[edit]
Declension of θεοφοβούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θεοφοβούμενος (theofovoúmenos) θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) θεοφοβούμενοι (theofovoúmenoi) θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) θεοφοβούμενα (theofovoúmena)
genitive θεοφοβούμενου (theofovoúmenou) θεοφοβούμενης (theofovoúmenis) θεοφοβούμενου (theofovoúmenou) θεοφοβούμενων (theofovoúmenon) θεοφοβούμενων (theofovoúmenon) θεοφοβούμενων (theofovoúmenon)
accusative θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) θεοφοβούμενους (theofovoúmenous) θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) θεοφοβούμενα (theofovoúmena)
vocative θεοφοβούμενε (theofovoúmene) θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) θεοφοβούμενοι (theofovoúmenoi) θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) θεοφοβούμενα (theofovoúmena)

Synonyms

[edit]