θέρετρο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek θέρετρον (théretron).
Noun
[edit]θέρετρο • (théretro) n (plural θέρετρα)
- resort
- ενα γοητευτικό θέρετρο στη θάλασσα
- a charming sea resort
- ενα γοητευτικό θέρετρο στη θάλασσα
- cottage, holiday accommodation
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θέρετρο (théretro) | θέρετρα (théretra) |
genitive | θερέτρου (therétrou) θέρετρου (théretrou) |
θερέτρων (therétron) |
accusative | θέρετρο (théretro) | θέρετρα (théretra) |
vocative | θέρετρο (théretro) | θέρετρα (théretra) |
Further reading
[edit]- θέρετρο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language