Jump to content

ηφαιστειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ηφαίστει(ο) (ifaístei(o)) +‎ -ακός (-akós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.fe.sti.aˈkos/
  • Hyphenation: η‧φαι‧στει‧α‧κός

Adjective

[edit]

ηφαιστειακός (ifaisteiakósm (feminine ηφαιστειακή, neuter ηφαιστειακό)

  1. (relational) volcanic (of or pertaining to a volcano or volcanoes)

Declension

[edit]
Declension of ηφαιστειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηφαιστειακός (ifaisteiakós) ηφαιστειακή (ifaisteiakí) ηφαιστειακό (ifaisteiakó) ηφαιστειακοί (ifaisteiakoí) ηφαιστειακές (ifaisteiakés) ηφαιστειακά (ifaisteiaká)
genitive ηφαιστειακού (ifaisteiakoú) ηφαιστειακής (ifaisteiakís) ηφαιστειακού (ifaisteiakoú) ηφαιστειακών (ifaisteiakón) ηφαιστειακών (ifaisteiakón) ηφαιστειακών (ifaisteiakón)
accusative ηφαιστειακό (ifaisteiakó) ηφαιστειακή (ifaisteiakí) ηφαιστειακό (ifaisteiakó) ηφαιστειακούς (ifaisteiakoús) ηφαιστειακές (ifaisteiakés) ηφαιστειακά (ifaisteiaká)
vocative ηφαιστειακέ (ifaisteiaké) ηφαιστειακή (ifaisteiakí) ηφαιστειακό (ifaisteiakó) ηφαιστειακοί (ifaisteiakoí) ηφαιστειακές (ifaisteiakés) ηφαιστειακά (ifaisteiaká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ηφαιστειακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language