Jump to content

ημερολόγιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ημερολόγιο (imerológion

  1. calendar (system for calculating days of the year)
    σεληνιακό ημερολόγιο, Γρηγοριανό ημερολόγιο, κλπ (lunar calendar, Gregorian calendar, etc)
  2. calendar (wall chart showing months day-by-day)
  3. diary, journal (personal daily record of someone's life)
  4. ledger, journal (daily record of financial transactions)
    το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ (the diary of Anne Frank)
  5. (nautical) ship's log

Declension

[edit]
Declension of ημερολόγιο
singular plural
nominative ημερολόγιο (imerológio) ημερολόγια (imerológia)
genitive ημερολογίου (imerologíou)
ημερολόγιου (imerológiou)
ημερολογίων (imerologíon)
accusative ημερολόγιο (imerológio) ημερολόγια (imerológia)
vocative ημερολόγιο (imerológio) ημερολόγια (imerológia)
[edit]

See also

[edit]