Jump to content

ημερολογιογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ημερολογιογράφος (imerologiográfosm or f (plural ημερολογιογράφοι)

  1. diarist (keeper of a diary/journal)

Declension

[edit]
Declension of ημερολογιογράφος
singular plural
nominative ημερολογιογράφος (imerologiográfos) ημερολογιογράφοι (imerologiográfoi)
genitive ημερολογιογράφου (imerologiográfou) ημερολογιογράφων (imerologiográfon)
accusative ημερολογιογράφο (imerologiográfo) ημερολογιογράφους (imerologiográfous)
vocative ημερολογιογράφε (imerologiográfe) ημερολογιογράφοι (imerologiográfoi)