ηλεκτρολόγος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτρολόγος • (ilektrológos) m or f (plural ηλεκτρολόγοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρολόγος (ilektrológos) | ηλεκτρολόγοι (ilektrológoi) |
genitive | ηλεκτρολόγου (ilektrológou) | ηλεκτρολόγων (ilektrológon) |
accusative | ηλεκτρολόγο (ilektrológo) | ηλεκτρολόγους (ilektrológous) |
vocative | ηλεκτρολόγε (ilektrológe) | ηλεκτρολόγοι (ilektrológoi) |
Synonyms
[edit]- ηλεκτροτεχνίτης m (ilektrotechnítis, “electrical technician”)
- ηλεκτροτεχνίτρια f (ilektrotechnítria, “electrical technician”)
Related terms
[edit]- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)