Jump to content

ηλεκτρολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτρολόγος (ilektrológosm or f (plural ηλεκτρολόγοι)

  1. electrician

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρολόγος
singular plural
nominative ηλεκτρολόγος (ilektrológos) ηλεκτρολόγοι (ilektrológoi)
genitive ηλεκτρολόγου (ilektrológou) ηλεκτρολόγων (ilektrológon)
accusative ηλεκτρολόγο (ilektrológo) ηλεκτρολόγους (ilektrológous)
vocative ηλεκτρολόγε (ilektrológe) ηλεκτρολόγοι (ilektrológoi)

Synonyms

[edit]
[edit]