ηθικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἠθικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἠθικός (ēthikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ηθικός • (ithikós) m (feminine ηθική, neuter ηθικό)
Declension
[edit]Declension of ηθικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικός • | ηθική • | ηθικό • | ηθικοί • | ηθικές • | ηθικά • |
genitive | ηθικού • | ηθικής • | ηθικού • | ηθικών • | ηθικών • | ηθικών • |
accusative | ηθικό • | ηθική • | ηθικό • | ηθικούς • | ηθικές • | ηθικά • |
vocative | ηθικέ • | ηθική • | ηθικό • | ηθικοί • | ηθικές • | ηθικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηθικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηθικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικότερος • | ηθικότερη • | ηθικότερο • | ηθικότεροι • | ηθικότερες • | ηθικότερα • |
genitive | ηθικότερου • | ηθικότερης • | ηθικότερου • | ηθικότερων • | ηθικότερων • | ηθικότερων • |
accusative | ηθικότερο • | ηθικότερη • | ηθικότερο • | ηθικότερους • | ηθικότερες • | ηθικότερα • |
vocative | ηθικότερε • | ηθικότερη • | ηθικότερο • | ηθικότεροι • | ηθικότερες • | ηθικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ηθικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικότατος • | ηθικότατη • | ηθικότατο • | ηθικότατοι • | ηθικότατες • | ηθικότατα • |
genitive | ηθικότατου • | ηθικότατης • | ηθικότατου • | ηθικότατων • | ηθικότατων • | ηθικότατων • |
accusative | ηθικότατο • | ηθικότατη • | ηθικότατο • | ηθικότατους • | ηθικότατες • | ηθικότατα • |
vocative | ηθικότατε • | ηθικότατη • | ηθικότατο • | ηθικότατοι • | ηθικότατες • | ηθικότατα • |
Antonyms
[edit]Related terms
[edit]- see: ηθική f (ithikí, “ethics”)
Further reading
[edit]- ηθικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language