ηθικολόγος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ηθικολόγος • (ithikológos) m or f (plural ηθικολόγοι)
Declension
[edit]Declension of ηθικολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηθικολόγος • | ηθικολόγοι • |
genitive | ηθικολόγου • | ηθικολόγων • |
accusative | ηθικολόγο • | ηθικολόγους • |
vocative | ηθικολόγε • | ηθικολόγοι • |
Related terms
[edit]- see: ήθος n (íthos, “ethos”)