ηγουμενοσυμβούλιο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ηγουμενοσυμβούλιο • (igoumenosymvoúlio) n (plural ηγουμενοσυμβούλια)
- the board of management of an abbey, priory, etc
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηγουμενοσυμβούλιο (igoumenosymvoúlio) | ηγουμενοσυμβούλια (igoumenosymvoúlia) |
genitive | ηγουμενοσυμβουλίου (igoumenosymvoulíou) ηγουμενοσυμβούλιου (igoumenosymvoúliou) |
ηγουμενοσυμβουλίων (igoumenosymvoulíon) |
accusative | ηγουμενοσυμβούλιο (igoumenosymvoúlio) | ηγουμενοσυμβούλια (igoumenosymvoúlia) |
vocative | ηγουμενοσυμβούλιο (igoumenosymvoúlio) | ηγουμενοσυμβούλια (igoumenosymvoúlia) |
Related terms
[edit]- and see: ηγέτης m (igétis, “leader”)
Further reading
[edit]- ηγουμενοσυμβούλιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language