ζεττάμετρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ζεττά- (zettá-) + μέτρο (métro).
Noun
[edit]ζεττάμετρο • (zettámetro) n (plural ζεττάμετρα)
- zettametre (1021 metre)
Declension
[edit]Declension of ζεττάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζεττάμετρο • | ζεττάμετρα • |
genitive | ζετταμέτρου •, ζεττάμετρου • | ζετταμέτρων • |
accusative | ζεττάμετρο • | ζεττάμετρα • |
vocative | ζεττάμετρο • | ζεττάμετρα • |