Jump to content

ευφυής

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εὐφυής

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.fiˈis/
  • Hyphenation: ευ‧φυ‧ής

Adjective

[edit]

ευφυής (effyísm (feminine ευφυής, neuter ευφυές)

  1. intelligent, clever, quick-witted
    see: έξυπνος (éxypnos, intelligent)

Declension

[edit]
Declension of ευφυής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευφυής (effyís) ευφυής (effyís) ευφυές (effyés) ευφυείς (effyeís) ευφυείς (effyeís) ευφυή (effyí)
genitive ευφυούς (effyoús)
ευφυή (effyí)
ευφυούς (effyoús) ευφυούς (effyoús) ευφυών (effyón) ευφυών (effyón) ευφυών (effyón)
accusative ευφυή (effyí) ευφυή (effyí) ευφυές (effyés) ευφυείς (effyeís) ευφυείς (effyeís) ευφυή (effyí)
vocative ευφυή (effyí)
ευφυής (effyís)
ευφυής (effyís) ευφυές (effyés) ευφυείς (effyeís) ευφυείς (effyeís) ευφυή (effyí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευφυής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευφυής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευφυέστερος (effyésteros) ευφυέστερη (effyésteri) ευφυέστερο (effyéstero) ευφυέστεροι (effyésteroi) ευφυέστερες (effyésteres) ευφυέστερα (effyéstera)
genitive ευφυέστερου (effyésterou) ευφυέστερης (effyésteris) ευφυέστερου (effyésterou) ευφυέστερων (effyésteron) ευφυέστερων (effyésteron) ευφυέστερων (effyésteron)
accusative ευφυέστερο (effyéstero) ευφυέστερη (effyésteri) ευφυέστερο (effyéstero) ευφυέστερους (effyésterous) ευφυέστερες (effyésteres) ευφυέστερα (effyéstera)
vocative ευφυέστερε (effyéstere) ευφυέστερη (effyésteri) ευφυέστερο (effyéstero) ευφυέστεροι (effyésteroi) ευφυέστερες (effyésteres) ευφυέστερα (effyéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευφυέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευφυέστατος (effyéstatos) ευφυέστατη (effyéstati) ευφυέστατο (effyéstato) ευφυέστατοι (effyéstatoi) ευφυέστατες (effyéstates) ευφυέστατα (effyéstata)
genitive ευφυέστατου (effyéstatou) ευφυέστατης (effyéstatis) ευφυέστατου (effyéstatou) ευφυέστατων (effyéstaton) ευφυέστατων (effyéstaton) ευφυέστατων (effyéstaton)
accusative ευφυέστατο (effyéstato) ευφυέστατη (effyéstati) ευφυέστατο (effyéstato) ευφυέστατους (effyéstatous) ευφυέστατες (effyéstates) ευφυέστατα (effyéstata)
vocative ευφυέστατε (effyéstate) ευφυέστατη (effyéstati) ευφυέστατο (effyéstato) ευφυέστατοι (effyéstatoi) ευφυέστατες (effyéstates) ευφυέστατα (effyéstata)
[edit]

Further reading

[edit]