Jump to content

ερυθρός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἐρυθρός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐρυθρός (eruthrós).

Pronunciation

[edit]
This entry needs an audio pronunciation. If you are a native speaker with a microphone, please record this word. The recorded pronunciation will appear here when it's ready.
  • Hyphenation: ε‧ρυ‧θρός

Adjective

[edit]

ερυθρός (erythrósm (feminine ερυθρά or ερυθρή, neuter ερυθρό)

  1. (formal, learned, or in set phrases) red

Declension

[edit]
Declension of ερυθρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερυθρός (erythrós) ερυθρή (erythrí)
ερυθρά (erythrá)
ερυθρό (erythró) ερυθροί (erythroí) ερυθρές (erythrés) ερυθρά (erythrá)
genitive ερυθρού (erythroú) ερυθρής (erythrís)
ερυθράς (erythrás)
ερυθρού (erythroú) ερυθρών (erythrón) ερυθρών (erythrón) ερυθρών (erythrón)
accusative ερυθρό (erythró) ερυθρή (erythrí)
ερυθρά (erythrá)
ερυθρό (erythró) ερυθρούς (erythroús) ερυθρές (erythrés) ερυθρά (erythrá)
vocative ερυθρέ (erythré) ερυθρή (erythrí)
ερυθρά (erythrá)
ερυθρό (erythró) ερυθροί (erythroí) ερυθρές (erythrés) ερυθρά (erythrá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερυθρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερυθρός, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]