Jump to content

ερυθραϊκός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ɾi.θɾa.iˈkos/
  • Hyphenation: ε‧ρυ‧θρα‧ϊ‧κός

Adjective

[edit]

ερυθραϊκός (erythraïkósm (feminine ερυθραϊκή, neuter ερυθραϊκό)

  1. relating to the territory of Asia Minor where the city of Erythrae was situated
    older spelling: Ἐρυθραϊκός (Eruthraïkós)
  2. relating to the suburb of "New Erythraea" near Athens
  3. Eritrean (relating to the country Eritrea or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of ερυθραϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερυθραϊκός (erythraïkós) ερυθραϊκή (erythraïkí) ερυθραϊκό (erythraïkó) ερυθραϊκοί (erythraïkoí) ερυθραϊκές (erythraïkés) ερυθραϊκά (erythraïká)
genitive ερυθραϊκού (erythraïkoú) ερυθραϊκής (erythraïkís) ερυθραϊκού (erythraïkoú) ερυθραϊκών (erythraïkón) ερυθραϊκών (erythraïkón) ερυθραϊκών (erythraïkón)
accusative ερυθραϊκό (erythraïkó) ερυθραϊκή (erythraïkí) ερυθραϊκό (erythraïkó) ερυθραϊκούς (erythraïkoús) ερυθραϊκές (erythraïkés) ερυθραϊκά (erythraïká)
vocative ερυθραϊκέ (erythraïké) ερυθραϊκή (erythraïkí) ερυθραϊκό (erythraïkó) ερυθραϊκοί (erythraïkoí) ερυθραϊκές (erythraïkés) ερυθραϊκά (erythraïká)
[edit]
  • see: Ερυθραία f (Erythraía, Eritrea) senses: the territory of Asia Minor; the African country