Jump to content

ερπύστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ερπύστρια (erpýstriaf (plural ερπύστριες)

  1. caterpillar track
  2. track or conduit (for electrical wiring)

Declension

[edit]
Declension of ερπύστρια
singular plural
nominative ερπύστρια (erpýstria) ερπύστριες (erpýstries)
genitive ερπύστριας (erpýstrias) ερπυστριών (erpystrión)
accusative ερπύστρια (erpýstria) ερπύστριες (erpýstries)
vocative ερπύστρια (erpýstria) ερπύστριες (erpýstries)
[edit]