Jump to content

ερπυστριοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ερπυστριοφόρος (erpystriofórosm (feminine ερπυστριοφόρος, neuter ερπυστριοφόρο)

  1. (engineering) fitted with caterpillar track

Declension

[edit]
Declension of ερπυστριοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερπυστριοφόρος (erpystriofóros) ερπυστριοφόρος (erpystriofóros) ερπυστριοφόρο (erpystriofóro) ερπυστριοφόροι (erpystriofóroi) ερπυστριοφόροι (erpystriofóroi) ερπυστριοφόρα (erpystriofóra)
genitive ερπυστριοφόρου (erpystriofórou) ερπυστριοφόρου (erpystriofórou) ερπυστριοφόρου (erpystriofórou) ερπυστριοφόρων (erpystriofóron) ερπυστριοφόρων (erpystriofóron) ερπυστριοφόρων (erpystriofóron)
accusative ερπυστριοφόρο (erpystriofóro) ερπυστριοφόρο (erpystriofóro) ερπυστριοφόρο (erpystriofóro) ερπυστριοφόρους (erpystriofórous) ερπυστριοφόρους (erpystriofórous) ερπυστριοφόρα (erpystriofóra)
vocative ερπυστριοφόρε (erpystriofóre) ερπυστριοφόρε (erpystriofóre) ερπυστριοφόρο (erpystriofóro) ερπυστριοφόροι (erpystriofóroi) ερπυστριοφόροι (erpystriofóroi) ερπυστριοφόρα (erpystriofóra)
[edit]