Jump to content

ερμητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ερμητικός (ermitikósm (feminine ερμητική, neuter ερμητικό)

  1. airtight, hermetic

Declension

[edit]
Declension of ερμητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερμητικός (ermitikós) ερμητική (ermitikí) ερμητικό (ermitikó) ερμητικοί (ermitikoí) ερμητικές (ermitikés) ερμητικά (ermitiká)
genitive ερμητικού (ermitikoú) ερμητικής (ermitikís) ερμητικού (ermitikoú) ερμητικών (ermitikón) ερμητικών (ermitikón) ερμητικών (ermitikón)
accusative ερμητικό (ermitikó) ερμητική (ermitikí) ερμητικό (ermitikó) ερμητικούς (ermitikoús) ερμητικές (ermitikés) ερμητικά (ermitiká)
vocative ερμητικέ (ermitiké) ερμητική (ermitikí) ερμητικό (ermitikó) ερμητικοί (ermitikoí) ερμητικές (ermitikés) ερμητικά (ermitiká)

Synonyms

[edit]
[edit]