Jump to content

αεροστεγής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from αερο- (aero-) +‎ Ancient Greek στέγ(ω) (stég(ō), to cover hermetically) +‎ -ής (-ís), a calque of English airtight. Formed analogously to υδατοστεγής (ydatostegís).[1]

Adjective

[edit]

αεροστεγής (aerostegísm (feminine αεροστεγής, neuter αεροστεγές)

  1. airtight, hermetic
    αεροστεγής συσκευασία (vacuum packaging)

Declension

[edit]
Declension of αεροστεγής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεροστεγής (aerostegís) αεροστεγής (aerostegís) αεροστεγές (aerostegés) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγή (aerostegí)
genitive αεροστεγούς (aerostegoús)
αεροστεγή (aerostegí)
αεροστεγούς (aerostegoús) αεροστεγούς (aerostegoús) αεροστεγών (aerostegón) αεροστεγών (aerostegón) αεροστεγών (aerostegón)
accusative αεροστεγή (aerostegí) αεροστεγή (aerostegí) αεροστεγές (aerostegés) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγή (aerostegí)
vocative αεροστεγή (aerostegí)
αεροστεγής (aerostegís)
αεροστεγής (aerostegís) αεροστεγές (aerostegés) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγείς (aerostegeís) αεροστεγή (aerostegí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεροστεγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεροστεγής, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ αεροστεγής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language