εργοστάσιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εργο- (ergo-) + -στάσιο (-stásio).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εργοστάσιο • (ergostásio) n (plural εργοστάσια)
Declension
[edit]Declension of εργοστάσιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργοστάσιο • | εργοστάσια • |
genitive | εργοστασίου •, εργοστάσιου • | εργοστασίων • |
accusative | εργοστάσιο • | εργοστάσια • |
vocative | εργοστάσιο • | εργοστάσια • |
Related terms
[edit]- see: έργο n (érgo, “work”)
Further reading
[edit]- εργοστάσιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language