Jump to content

εργαστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

εργαστήριο (ergastírion (plural εργαστήρια)

  1. workshop
  2. (sciences) laboratory
    Synonym: παρασκευαστήριο (paraskevastírio)
  3. (art) studio, atelier
    Synonyms: ατελιέ (atelié), εργαστήρι (ergastíri), (informal) αργαστήρι (argastíri)

Declension

[edit]
Declension of εργαστήριο
singular plural
nominative εργαστήριο (ergastírio) εργαστήρια (ergastíria)
genitive εργαστηρίου (ergastiríou)
εργαστήριου (ergastíriou)
εργαστηρίων (ergastiríon)
accusative εργαστήριο (ergastírio) εργαστήρια (ergastíria)
vocative εργαστήριο (ergastírio) εργαστήρια (ergastíria)