Jump to content

εργαζόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εργαζόμενος (ergazómenosm (feminine εργαζόμενη, neuter εργαζόμενο)

  1. employed

Declension

[edit]
Declension of εργαζόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εργαζόμενος (ergazómenos) εργαζόμενη (ergazómeni) εργαζόμενο (ergazómeno) εργαζόμενοι (ergazómenoi) εργαζόμενες (ergazómenes) εργαζόμενα (ergazómena)
genitive εργαζόμενου (ergazómenou) εργαζόμενης (ergazómenis) εργαζόμενου (ergazómenou) εργαζόμενων (ergazómenon) εργαζόμενων (ergazómenon) εργαζόμενων (ergazómenon)
accusative εργαζόμενο (ergazómeno) εργαζόμενη (ergazómeni) εργαζόμενο (ergazómeno) εργαζόμενους (ergazómenous) εργαζόμενες (ergazómenes) εργαζόμενα (ergazómena)
vocative εργαζόμενε (ergazómene) εργαζόμενη (ergazómeni) εργαζόμενο (ergazómeno) εργαζόμενοι (ergazómenoi) εργαζόμενες (ergazómenes) εργαζόμενα (ergazómena)

Noun

[edit]

εργαζόμενος (ergazómenosm (plural εργαζόμενοι, feminine εργαζόμενη)

  1. employed person, worker

Declension

[edit]
Declension of εργαζόμενος
singular plural
nominative εργαζόμενος (ergazómenos) εργαζόμενοι (ergazómenoi)
genitive εργαζομένου (ergazoménou) εργαζομένων (ergazoménon)
accusative εργαζόμενο (ergazómeno) εργαζομένους (ergazoménous)
vocative εργαζόμενε (ergazómene) εργαζόμενοι (ergazómenoi)

Synonyms

[edit]