εργαζόμενος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εργαζόμενος • (ergazómenos) m (feminine εργαζόμενη, neuter εργαζόμενο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εργαζόμενος (ergazómenos) | εργαζόμενη (ergazómeni) | εργαζόμενο (ergazómeno) | εργαζόμενοι (ergazómenoi) | εργαζόμενες (ergazómenes) | εργαζόμενα (ergazómena) | |
genitive | εργαζόμενου (ergazómenou) | εργαζόμενης (ergazómenis) | εργαζόμενου (ergazómenou) | εργαζόμενων (ergazómenon) | εργαζόμενων (ergazómenon) | εργαζόμενων (ergazómenon) | |
accusative | εργαζόμενο (ergazómeno) | εργαζόμενη (ergazómeni) | εργαζόμενο (ergazómeno) | εργαζόμενους (ergazómenous) | εργαζόμενες (ergazómenes) | εργαζόμενα (ergazómena) | |
vocative | εργαζόμενε (ergazómene) | εργαζόμενη (ergazómeni) | εργαζόμενο (ergazómeno) | εργαζόμενοι (ergazómenoi) | εργαζόμενες (ergazómenes) | εργαζόμενα (ergazómena) |
Noun
[edit]εργαζόμενος • (ergazómenos) m (plural εργαζόμενοι, feminine εργαζόμενη)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργαζόμενος (ergazómenos) | εργαζόμενοι (ergazómenoi) |
genitive | εργαζομένου (ergazoménou) | εργαζομένων (ergazoménon) |
accusative | εργαζόμενο (ergazómeno) | εργαζομένους (ergazoménous) |
vocative | εργαζόμενε (ergazómene) | εργαζόμενοι (ergazómenoi) |