Jump to content

ερίφιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

ερίφιο (erífion (plural ερίφια)

  1. kid, young goat

Declension

[edit]
Declension of ερίφιο
singular plural
nominative ερίφιο (erífio) ερίφια (erífia)
genitive εριφίου (erifíou)
ερίφιου (erífiou)
εριφίων (erifíon)
accusative ερίφιο (erífio) ερίφια (erífia)
vocative ερίφιο (erífio) ερίφια (erífia)