Jump to content

επτάπλευρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἑπτάπλευρος (heptápleuros).[1] By surface analysis, επτά (eptá, seven) +‎ -πλευρος (-plevros).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eˈpta.ple.vɾos/
  • Hyphenation: ε‧πτά‧πλευ‧ρος

Adjective

[edit]

επτάπλευρος (eptáplevrosm (feminine επτάπλευρη, neuter επτάπλευρο)

  1. (geometry) seven-sided, septilateral

Declension

[edit]
Declension of επτάπλευρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επτάπλευρος (eptáplevros) επτάπλευρη (eptáplevri) επτάπλευρο (eptáplevro) επτάπλευροι (eptáplevroi) επτάπλευρες (eptáplevres) επτάπλευρα (eptáplevra)
genitive επτάπλευρου (eptáplevrou) επτάπλευρης (eptáplevris) επτάπλευρου (eptáplevrou) επτάπλευρων (eptáplevron) επτάπλευρων (eptáplevron) επτάπλευρων (eptáplevron)
accusative επτάπλευρο (eptáplevro) επτάπλευρη (eptáplevri) επτάπλευρο (eptáplevro) επτάπλευρους (eptáplevrous) επτάπλευρες (eptáplevres) επτάπλευρα (eptáplevra)
vocative επτάπλευρε (eptáplevre) επτάπλευρη (eptáplevri) επτάπλευρο (eptáplevro) επτάπλευροι (eptáplevroi) επτάπλευρες (eptáplevres) επτάπλευρα (eptáplevra)

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ επτάπλευρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language