Jump to content

επιφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιφανής (epiphanḗs).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.faˈnis/
  • Hyphenation: ε‧πι‧φα‧νής

Adjective

[edit]

επιφανής (epifanísm (feminine επιφανής, neuter επιφανές)

  1. (of a person) eminent, illustrious, prominent (distinguished above others)

Declension

[edit]
Declension of επιφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιφανής (epifanís) επιφανής (epifanís) επιφανές (epifanés) επιφανείς (epifaneís) επιφανείς (epifaneís) επιφανή (epifaní)
genitive επιφανούς (epifanoús)
επιφανή (epifaní)
επιφανούς (epifanoús) επιφανούς (epifanoús) επιφανών (epifanón) επιφανών (epifanón) επιφανών (epifanón)
accusative επιφανή (epifaní) επιφανή (epifaní) επιφανές (epifanés) επιφανείς (epifaneís) επιφανείς (epifaneís) επιφανή (epifaní)
vocative επιφανή (epifaní)
επιφανής (epifanís)
επιφανής (epifanís) επιφανές (epifanés) επιφανείς (epifaneís) επιφανείς (epifaneís) επιφανή (epifaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιφανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιφανής, etc.)

References

[edit]
  1. ^ επιφανής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language