Jump to content

επισκέπτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επισκέπτρια (episképtriaf (plural επισκέπτριες, masculine επισκέπτης)

  1. visitor
  2. district nurse, community nurse

Declension

[edit]
Declension of επισκέπτρια
singular plural
nominative επισκέπτρια (episképtria) επισκέπτριες (episképtries)
genitive επισκέπτριας (episképtrias) επισκεπτριών (episkeptrión)
accusative επισκέπτρια (episképtria) επισκέπτριες (episképtries)
vocative επισκέπτρια (episképtria) επισκέπτριες (episképtries)
[edit]