Jump to content

επιπόλαιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιπόλαιος (epipólaiosm (feminine επιπόλαιη, neuter επιπόλαιο)

  1. frivolous
  2. volatile, fickle

Declension

[edit]
Declension of επιπόλαιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιπόλαιος (epipólaios) επιπόλαιη (epipólaii) επιπόλαιο (epipólaio) επιπόλαιοι (epipólaioi) επιπόλαιες (epipólaies) επιπόλαια (epipólaia)
genitive επιπόλαιου (epipólaiou) επιπόλαιης (epipólaiis) επιπόλαιου (epipólaiou) επιπόλαιων (epipólaion) επιπόλαιων (epipólaion) επιπόλαιων (epipólaion)
accusative επιπόλαιο (epipólaio) επιπόλαιη (epipólaii) επιπόλαιο (epipólaio) επιπόλαιους (epipólaious) επιπόλαιες (epipólaies) επιπόλαια (epipólaia)
vocative επιπόλαιε (epipólaie) επιπόλαιη (epipólaii) επιπόλαιο (epipólaio) επιπόλαιοι (epipólaioi) επιπόλαιες (epipólaies) επιπόλαια (epipólaia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιπόλαιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιπόλαιος, etc.)

Synonyms

[edit]