From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from επίκεντρ(ο) ( epíkentr(o) ) + -ώνω ( -óno ) .[ 1]
IPA (key ) : /e.pi.cenˈdɾo.no/
Hyphenation: ε‧πι‧κε‧ντρώ‧νω
επικεντρώνω • (epikentróno ) (past επικέντρωσα , passive επικεντρώνομαι , ppp επικεντρωμένος ) ( transitive ) [with σε ( se , + accusative ) ‘on’ ]
to centre ( UK ) , to center ( US ) ( to give (something) a central basis )
to focus ( to direct attention, effort, or energy to a particular audience or task )
Synonym: εστιάζω ( estiázo )
( geometry , rare ) to find the centre of
επικεντρώνω επικεντρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επικεντρώνω
επικεντρώσω
επικεντρώνομαι
επικεντρωθώ
2 sg
επικεντρώνεις
επικεντρώσεις
επικεντρώνεσαι
επικεντρωθείς
3 sg
επικεντρώνει
επικεντρώσει
επικεντρώνεται
επικεντρωθεί
1 pl
επικεντρώνουμε , [‑ομε ]
επικεντρώσουμε , [‑ομε ]
επικεντρωνόμαστε
επικεντρωθούμε
2 pl
επικεντρώνετε
επικεντρώσετε
επικεντρώνεστε , επικεντρωνόσαστε
επικεντρωθείτε
3 pl
επικεντρώνουν (ε )
επικεντρώσουν (ε )
επικεντρώνονται
επικεντρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επικέντρωνα
επικέντρωσα
επικεντρωνόμουν (α )
επικεντρώθηκα
2 sg
επικέντρωνες
επικέντρωσες
επικεντρωνόσουν (α )
επικεντρώθηκες
3 sg
επικέντρωνε
επικέντρωσε
επικεντρωνόταν (ε )
επικεντρώθηκε
1 pl
επικεντρώναμε
επικεντρώσαμε
επικεντρωνόμασταν , (‑όμαστε )
επικεντρωθήκαμε
2 pl
επικεντρώνατε
επικεντρώσατε
επικεντρωνόσασταν , (‑όσαστε )
επικεντρωθήκατε
3 pl
επικέντρωναν , επικεντρώναν (ε )
επικέντρωσαν , επικεντρώσαν (ε )
επικεντρώνονταν , (επικεντρωνόντουσαν )
επικεντρώθηκαν , επικεντρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επικεντρώνω ➤
θα επικεντρώσω ➤
θα επικεντρώνομαι ➤
θα επικεντρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επικεντρώνεις , …
θα επικεντρώσεις , …
θα επικεντρώνεσαι , …
θα επικεντρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επικεντρώσει έχω, έχεις, … επικεντρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επικεντρωθεί είμαι , είσαι , … επικεντρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επικεντρώσει είχα, είχες, … επικεντρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επικεντρωθεί ήμουν , ήσουν , … επικεντρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επικεντρώσει θα έχω, θα έχεις, … επικεντρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επικεντρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … επικεντρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επικέντρωνε
επικέντρωσε
—
επικεντρώσου
2 pl
επικεντρώνετε
επικεντρώστε
επικεντρώνεστε
επικεντρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επικεντρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επικεντρώσει ➤
επικεντρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επικεντρώσει
επικεντρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.