Jump to content

επικείμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of the deponent (passive) verb in 3rd person επίκειται (epíkeitai), as is the Ancient Greek ἐπικείμενος (epikeímenos) of Ancient Greek ἐπίκειμαι (epíkeimai, to be placed on top of).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.piˈci.me.nos/
  • Hyphenation: ε‧πι‧κεί‧με‧νος

Participle

[edit]

επικείμενος (epikeímenosm (feminine επικείμενη, neuter επικείμενο)

  1. imminent, impending (soon to happen)

Declension

[edit]
Declension of επικείμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επικείμενος (epikeímenos) επικείμενη (epikeímeni) επικείμενο (epikeímeno) επικείμενοι (epikeímenoi) επικείμενες (epikeímenes) επικείμενα (epikeímena)
genitive επικείμενου (epikeímenou) επικείμενης (epikeímenis) επικείμενου (epikeímenou) επικείμενων (epikeímenon) επικείμενων (epikeímenon) επικείμενων (epikeímenon)
accusative επικείμενο (epikeímeno) επικείμενη (epikeímeni) επικείμενο (epikeímeno) επικείμενους (epikeímenous) επικείμενες (epikeímenes) επικείμενα (epikeímena)
vocative επικείμενε (epikeímene) επικείμενη (epikeímeni) επικείμενο (epikeímeno) επικείμενοι (epikeímenoi) επικείμενες (epikeímenes) επικείμενα (epikeímena)

Synonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ επικείμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language