Jump to content

επιθετικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From επιθετικός (epithetikós) +‎ -ότητα (-ótita).

Noun

[edit]

επιθετικότητα (epithetikótitaf (plural επιθετικότητες)

  1. aggressiveness, aggression, offensiveness

Declension

[edit]
Declension of επιθετικότητα
singular plural
nominative επιθετικότητα (epithetikótita) επιθετικότητες (epithetikótites)
genitive επιθετικότητας (epithetikótitas) -
accusative επιθετικότητα (epithetikótita) επιθετικότητες (epithetikótites)
vocative επιθετικότητα (epithetikótita) επιθετικότητες (epithetikótites)
[edit]