επιθετικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From επιθετικός (epithetikós) + -ότητα (-ótita).
Noun
[edit]επιθετικότητα • (epithetikótita) f (plural επιθετικότητες)
Declension
[edit]Declension of επιθετικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιθετικότητα • | επιθετικότητες • |
genitive | επιθετικότητας • | — |
accusative | επιθετικότητα • | επιθετικότητες • |
vocative | επιθετικότητα • | επιθετικότητες • |
Related terms
[edit]- see: επίθεση f (epíthesi, “attack”)