επιθετικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From επιθετικός (epithetikós) + -ότητα (-ótita).
Noun
[edit]επιθετικότητα • (epithetikótita) f (plural επιθετικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιθετικότητα (epithetikótita) | επιθετικότητες (epithetikótites) |
genitive | επιθετικότητας (epithetikótitas) | - |
accusative | επιθετικότητα (epithetikótita) | επιθετικότητες (epithetikótites) |
vocative | επιθετικότητα (epithetikótita) | επιθετικότητες (epithetikótites) |
Related terms
[edit]- see: επίθεση f (epíthesi, “attack”)