Jump to content

επιθετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐπιθετικός (epithetikós).

Adjective

[edit]

επιθετικός (epithetikósm (feminine επιθετική, neuter επιθετικό)

  1. offensive, aggressive, relating to attack
    Antonym: αμυντικός (amyntikós)
    1. (sports) attacking, offensive (having to do with play directed at scoring)
  2. (grammar) adjectival

Declension

[edit]
Declension of επιθετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικός (epithetikós) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικοί (epithetikoí) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)
genitive επιθετικού (epithetikoú) επιθετικής (epithetikís) επιθετικού (epithetikoú) επιθετικών (epithetikón) επιθετικών (epithetikón) επιθετικών (epithetikón)
accusative επιθετικό (epithetikó) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικούς (epithetikoús) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)
vocative επιθετικέ (epithetiké) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικοί (epithetikoí) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθετικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικότερος (epithetikóteros) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότεροι (epithetikóteroi) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)
genitive επιθετικότερου (epithetikóterou) επιθετικότερης (epithetikóteris) επιθετικότερου (epithetikóterou) επιθετικότερων (epithetikóteron) επιθετικότερων (epithetikóteron) επιθετικότερων (epithetikóteron)
accusative επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότερους (epithetikóterous) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)
vocative επιθετικότερε (epithetikótere) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότεροι (epithetikóteroi) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιθετικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικότατος (epithetikótatos) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατοι (epithetikótatoi) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)
genitive επιθετικότατου (epithetikótatou) επιθετικότατης (epithetikótatis) επιθετικότατου (epithetikótatou) επιθετικότατων (epithetikótaton) επιθετικότατων (epithetikótaton) επιθετικότατων (epithetikótaton)
accusative επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατους (epithetikótatous) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)
vocative επιθετικότατε (epithetikótate) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατοι (epithetikótatoi) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)
[edit]

Noun

[edit]

επιθετικός (epithetikósm (plural επιθετικοί, feminine επιθετική)

  1. (sports) striker, forward
  2. aggressor

Declension

[edit]
Declension of επιθετικός
singular plural
nominative επιθετικός (epithetikós) επιθετικοί (epithetikoí)
genitive επιθετικού (epithetikoú) επιθετικών (epithetikón)
accusative επιθετικό (epithetikó) επιθετικούς (epithetikoús)
vocative επιθετικέ (epithetiké) επιθετικοί (epithetikoí)

Further reading

[edit]