επιθετικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπιθετικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπιθετικός (epithetikós).
Adjective
[edit]επιθετικός • (epithetikós) m (feminine επιθετική, neuter επιθετικό)
- offensive, aggressive, relating to attack
- Antonym: αμυντικός (amyntikós)
- (grammar) adjectival
Declension
[edit]Declension of επιθετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθετικός • | επιθετική • | επιθετικό • | επιθετικοί • | επιθετικές • | επιθετικά • |
genitive | επιθετικού • | επιθετικής • | επιθετικού • | επιθετικών • | επιθετικών • | επιθετικών • |
accusative | επιθετικό • | επιθετική • | επιθετικό • | επιθετικούς • | επιθετικές • | επιθετικά • |
vocative | επιθετικέ • | επιθετική • | επιθετικό • | επιθετικοί • | επιθετικές • | επιθετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθετικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- see: επίθεση f (epíthesi, “attack”)
Noun
[edit]επιθετικός • (epithetikós) m (plural επιθετικοί, feminine επιθετική)
Declension
[edit]Declension of επιθετικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιθετικός • | επιθετικοί • |
genitive | επιθετικού • | επιθετικών • |
accusative | επιθετικό • | επιθετικούς • |
vocative | επιθετικέ • | επιθετικοί • |
Further reading
[edit]- επιθετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language