Jump to content

επιεικής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιεικής (epieikḗs, fitting, reasonable, fair).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.iˈcis/
  • Hyphenation: ε‧πι‧ει‧κής

Adjective

[edit]

επιεικής (epieikísm (feminine επιεικής, neuter επιεικές)

  1. lenient

Declension

[edit]
Declension of επιεικής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιεικής (epieikís) επιεικής (epieikís) επιεικές (epieikés) επιεικείς (epieikeís) επιεικείς (epieikeís) επιεική (epieikí)
genitive επιεικούς (epieikoús)
επιεική (epieikí)
επιεικούς (epieikoús) επιεικούς (epieikoús) επιεικών (epieikón) επιεικών (epieikón) επιεικών (epieikón)
accusative επιεική (epieikí) επιεική (epieikí) επιεικές (epieikés) επιεικείς (epieikeís) επιεικείς (epieikeís) επιεική (epieikí)
vocative επιεική (epieikí)
επιεικής (epieikís)
επιεικής (epieikís) επιεικές (epieikés) επιεικείς (epieikeís) επιεικείς (epieikeís) επιεική (epieikí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιεικής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιεικής, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ επιεικής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language