Learned borrowing from Koine Greek ἐπιβραδύνω ( epibradúnō , “ to relax ” ) with semantic loan from French ralentir .[ 1]
IPA (key ) : /e.pi.vɾaˈði.no/
Hyphenation: ε‧πι‧βρα‧δύ‧νω
επιβραδύνω • (epivradýno ) (past επιβράδυνα , passive επιβραδύνομαι , p‑past επιβραδύνθηκα , ppp επιβραδυμένος ) ( transitive )
to slow , to slow down , to decelerate ( to reduce the speed of )
Antonym: επιταχύνω ( epitachýno )
to slow , to delay ( to keep from going quickly; to hinder the progress of )
Antonyms: επιταχύνω ( epitachýno ) , επισπεύδω ( epispévdo )
Near-synonym: καθυστερώ ( kathysteró )
επιβραδύνω επιβραδύνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επιβραδύνω
επιβραδύνω
επιβραδύνομαι
επιβραδυνθώ
2 sg
επιβραδύνεις
επιβραδύνεις
επιβραδύνεσαι
επιβραδυνθείς
3 sg
επιβραδύνει
επιβραδύνει
επιβραδύνεται
επιβραδυνθεί
1 pl
επιβραδύνουμε , [‑ομε ]
επιβραδύνουμε , [‑ομε ]
επιβραδυνόμαστε
επιβραδυνθούμε
2 pl
επιβραδύνετε
επιβραδύνετε
επιβραδύνεστε , επιβραδυνόσαστε
επιβραδυνθείτε
3 pl
επιβραδύνουν (ε )
επιβραδύνουν (ε )
επιβραδύνονται
επιβραδυνθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επιβράδυνα
επιβράδυνα
επιβραδυνόμουν (α )
επιβραδύνθηκα
2 sg
επιβράδυνες
επιβράδυνες
επιβραδυνόσουν (α )
επιβραδύνθηκες
3 sg
επιβράδυνε
επιβράδυνε
επιβραδυνόταν (ε )
επιβραδύνθηκε
1 pl
επιβραδύναμε
επιβραδύναμε
επιβραδυνόμασταν , (‑όμαστε )
επιβραδυνθήκαμε
2 pl
επιβραδύνατε
επιβραδύνατε
επιβραδυνόσασταν , (‑όσαστε )
επιβραδυνθήκατε
3 pl
επιβράδυναν , επιβραδύναν (ε )
επιβράδυναν , επιβραδύναν (ε )
επιβραδύνονταν , (επιβραδυνόντουσαν )
επιβραδύνθηκαν , επιβραδυνθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επιβραδύνω ➤
θα επιβραδύνω ➤
θα επιβραδύνομαι ➤
θα επιβραδυνθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επιβραδύνεις , …
θα επιβραδύνεις , …
θα επιβραδύνεσαι , …
θα επιβραδυνθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επιβραδύνει έχω, έχεις, … επιβραδυμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επιβραδυνθεί είμαι , είσαι , … επιβραδυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επιβραδύνει είχα, είχες, … επιβραδυμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επιβραδυνθεί ήμουν , ήσουν , … επιβραδυμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επιβραδύνει θα έχω, θα έχεις, … επιβραδυμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επιβραδυνθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβραδυμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επιβράδυνε
επιβράδυνε
—
επιβραδύνσου
2 pl
επιβραδύνετε
επιβραδύνετε
επιβραδύνεστε
επιβραδυνθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επιβραδύνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επιβραδύνει ➤
επιβραδυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επιβραδύνει
επιβραδυνθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.