Jump to content

επαναστατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επαναστατικός (epanastatikósm (feminine επαναστατική, neuter επαναστατικό)

  1. revolutionary

Declension

[edit]
Declension of επαναστατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαναστατικός (epanastatikós) επαναστατική (epanastatikí) επαναστατικό (epanastatikó) επαναστατικοί (epanastatikoí) επαναστατικές (epanastatikés) επαναστατικά (epanastatiká)
genitive επαναστατικού (epanastatikoú) επαναστατικής (epanastatikís) επαναστατικού (epanastatikoú) επαναστατικών (epanastatikón) επαναστατικών (epanastatikón) επαναστατικών (epanastatikón)
accusative επαναστατικό (epanastatikó) επαναστατική (epanastatikí) επαναστατικό (epanastatikó) επαναστατικούς (epanastatikoús) επαναστατικές (epanastatikés) επαναστατικά (epanastatiká)
vocative επαναστατικέ (epanastatiké) επαναστατική (epanastatikí) επαναστατικό (epanastatikó) επαναστατικοί (epanastatikoí) επαναστατικές (epanastatikés) επαναστατικά (epanastatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επαναστατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επαναστατικός, etc.)

[edit]