Jump to content

αντεπαναστατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντ- (ant-) +‎ επαναστατικός (epanastatikós)

Adjective

[edit]

αντεπαναστατικός (antepanastatikósm (feminine αντεπαναστατική, neuter αντεπαναστατικό)

  1. counter-revolutionary

Declension

[edit]
Declension of αντεπαναστατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντεπαναστατικός (antepanastatikós) αντεπαναστατική (antepanastatikí) αντεπαναστατικό (antepanastatikó) αντεπαναστατικοί (antepanastatikoí) αντεπαναστατικές (antepanastatikés) αντεπαναστατικά (antepanastatiká)
genitive αντεπαναστατικού (antepanastatikoú) αντεπαναστατικής (antepanastatikís) αντεπαναστατικού (antepanastatikoú) αντεπαναστατικών (antepanastatikón) αντεπαναστατικών (antepanastatikón) αντεπαναστατικών (antepanastatikón)
accusative αντεπαναστατικό (antepanastatikó) αντεπαναστατική (antepanastatikí) αντεπαναστατικό (antepanastatikó) αντεπαναστατικούς (antepanastatikoús) αντεπαναστατικές (antepanastatikés) αντεπαναστατικά (antepanastatiká)
vocative αντεπαναστατικέ (antepanastatiké) αντεπαναστατική (antepanastatikí) αντεπαναστατικό (antepanastatikó) αντεπαναστατικοί (antepanastatikoí) αντεπαναστατικές (antepanastatikés) αντεπαναστατικά (antepanastatiká)
[edit]