Jump to content

επίσημος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐπίσημος (epísēmos).

Adjective

[edit]

επίσημος (epísimosm (feminine επίσημη, neuter επίσημο)

  1. formal, official, authoritative, relating to office or position

Declension

[edit]
Declension of επίσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επίσημος (epísimos) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημοι (epísimoi) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)
genitive επίσημου (epísimou) επίσημης (epísimis) επίσημου (epísimou) επίσημων (epísimon) επίσημων (epísimon) επίσημων (epísimon)
accusative επίσημο (epísimo) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημους (epísimous) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)
vocative επίσημε (epísime) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημοι (epísimoi) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίσημος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επισημότερος (episimóteros) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότεροι (episimóteroi) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)
genitive επισημότερου (episimóterou) επισημότερης (episimóteris) επισημότερου (episimóterou) επισημότερων (episimóteron) επισημότερων (episimóteron) επισημότερων (episimóteron)
accusative επισημότερο (episimótero) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότερους (episimóterous) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)
vocative επισημότερε (episimótere) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότεροι (episimóteroi) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επισημότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επισημότατος (episimótatos) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατοι (episimótatoi) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)
genitive επισημότατου (episimótatou) επισημότατης (episimótatis) επισημότατου (episimótatou) επισημότατων (episimótaton) επισημότατων (episimótaton) επισημότατων (episimótaton)
accusative επισημότατο (episimótato) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατους (episimótatous) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)
vocative επισημότατε (episimótate) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατοι (episimótatoi) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)

See also

[edit]