Jump to content

επίνειο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επίνειο (epíneion (plural επίνεια)

  1. seaport, haven

Declension

[edit]
Declension of επίνειο
singular plural
nominative επίνειο (epíneio) επίνεια (epíneia)
genitive επινείου (epineíou)
επίνειου (epíneiou)
επινείων (epineíon)
accusative επίνειο (epíneio) επίνεια (epíneia)
vocative επίνειο (epíneio) επίνεια (epíneia)

Coordinate terms

[edit]