Jump to content

εξωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐξωτικός (exōtikós).

Adjective

[edit]

εξωτικός (exotikósm (feminine εξωτική, neuter εξωτικό)

  1. exotic

Declension

[edit]
Declension of εξωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξωτικός (exotikós) εξωτική (exotikí) εξωτικό (exotikó) εξωτικοί (exotikoí) εξωτικές (exotikés) εξωτικά (exotiká)
genitive εξωτικού (exotikoú) εξωτικής (exotikís) εξωτικού (exotikoú) εξωτικών (exotikón) εξωτικών (exotikón) εξωτικών (exotikón)
accusative εξωτικό (exotikó) εξωτική (exotikí) εξωτικό (exotikó) εξωτικούς (exotikoús) εξωτικές (exotikés) εξωτικά (exotiká)
vocative εξωτικέ (exotiké) εξωτική (exotikí) εξωτικό (exotikó) εξωτικοί (exotikoí) εξωτικές (exotikés) εξωτικά (exotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωτικός, etc.)