From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek ἐξοικειῶ ( exoikeiô , “ to appropriate ” ) with -ώνω ( -óno ) suffix and semantic loan from French familiariser .[ 1]
IPA (key ) : /e.ksi.ciˈo.no/
Hyphenation: ε‧ξοι‧κει‧ώ‧νω
εξοικειώνω • (exoikeióno ) (past εξοικείωσα , passive εξοικειώνομαι , p‑past εξοικειώθηκα , ppp εξοικειωμένος )
( transitive ) to familiarize , to acquaint
εξοικειώνω εξοικειώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξοικειώνω
εξοικειώσω
εξοικειώνομαι
εξοικειωθώ
2 sg
εξοικειώνεις
εξοικειώσεις
εξοικειώνεσαι
εξοικειωθείς
3 sg
εξοικειώνει
εξοικειώσει
εξοικειώνεται
εξοικειωθεί
1 pl
εξοικειώνουμε , [‑ομε ]
εξοικειώσουμε , [‑ομε ]
εξοικειωνόμαστε
εξοικειωθούμε
2 pl
εξοικειώνετε
εξοικειώσετε
εξοικειώνεστε , εξοικειωνόσαστε
εξοικειωθείτε
3 pl
εξοικειώνουν (ε )
εξοικειώσουν (ε )
εξοικειώνονται
εξοικειωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξοικείωνα
εξοικείωσα
εξοικειωνόμουν (α )
εξοικειώθηκα
2 sg
εξοικείωνες
εξοικείωσες
εξοικειωνόσουν (α )
εξοικειώθηκες
3 sg
εξοικείωνε
εξοικείωσε
εξοικειωνόταν (ε )
εξοικειώθηκε
1 pl
εξοικειώναμε
εξοικειώσαμε
εξοικειωνόμασταν , (‑όμαστε )
εξοικειωθήκαμε
2 pl
εξοικειώνατε
εξοικειώσατε
εξοικειωνόσασταν , (‑όσαστε )
εξοικειωθήκατε
3 pl
εξοικείωναν , εξοικειώναν (ε )
εξοικείωσαν , εξοικειώσαν (ε )
εξοικειώνονταν , (εξοικειωνόντουσαν )
εξοικειώθηκαν , εξοικειωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξοικειώνω ➤
θα εξοικειώσω ➤
θα εξοικειώνομαι ➤
θα εξοικειωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξοικειώνεις , …
θα εξοικειώσεις , …
θα εξοικειώνεσαι , …
θα εξοικειωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξοικειώσει έχω, έχεις, … εξοικειωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξοικειωθεί είμαι , είσαι , … εξοικειωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξοικειώσει είχα, είχες, … εξοικειωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξοικειωθεί ήμουν , ήσουν , … εξοικειωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξοικειώσει θα έχω, θα έχεις, … εξοικειωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξοικειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξοικειωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξοικείωνε
εξοικείωσε
—
εξοικειώσου
2 pl
εξοικειώνετε
εξοικειώστε
εξοικειώνεστε
εξοικειωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξοικειώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξοικειώσει ➤
εξοικειωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξοικειώσει
εξοικειωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.