Jump to content

εξελικτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εξελικτικός (exeliktikósm (feminine εξελικτική, neuter εξελικτικό)

  1. evolutionary
    Synonym: ανελικτικός (aneliktikós)

Declension

[edit]
Declension of εξελικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξελικτικός (exeliktikós) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικοί (exeliktikoí) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)
genitive εξελικτικού (exeliktikoú) εξελικτικής (exeliktikís) εξελικτικού (exeliktikoú) εξελικτικών (exeliktikón) εξελικτικών (exeliktikón) εξελικτικών (exeliktikón)
accusative εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικούς (exeliktikoús) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)
vocative εξελικτικέ (exeliktiké) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικοί (exeliktikoí) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)
[edit]