εξελικτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εξελικτικά • (exeliktiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of εξελικτικός (exeliktikós)
Adverb
[edit]εξελικτικά • (exeliktiká)
- evolutionarily (in an evolutionary manner)
εξελικτικά • (exeliktiká)
εξελικτικά • (exeliktiká)