εντόπιος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐντόπιος (entópios, local, native), from ἐν (en, in, on) + τόπος (tópos, place).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /enˈdopços/
  • Hyphenation: ε‧ντό‧πιος

Adjective

[edit]

εντόπιος (entópiosm (feminine εντόπια, neuter εντόπιο)

  1. (formal, dated) Rare form of ντόπιος (ntópios, local, native, homegrown).

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντόπιος  εντόπια  εντόπιο  εντόπιοι  εντόπιες  εντόπια 
genitive εντόπιου  εντόπιας  εντόπιου  εντόπιων  εντόπιων  εντόπιων 
accusative εντόπιο  εντόπια  εντόπιο  εντόπιους  εντόπιες  εντόπια 
vocative εντόπιε  εντόπια  εντόπιο  εντόπιοι  εντόπιες  εντόπια 

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντόπιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντόπιος, etc.)